συμπεραίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπεραίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]συμπεραίνω
- βγάζω ένα συμπέρασμα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπεραίνω | συμπέραινα | θα συμπεραίνω | να συμπεραίνω | συμπεραίνοντας | |
β' ενικ. | συμπεραίνεις | συμπέραινες | θα συμπεραίνεις | να συμπεραίνεις | συμπέραινε | |
γ' ενικ. | συμπεραίνει | συμπέραινε | θα συμπεραίνει | να συμπεραίνει | ||
α' πληθ. | συμπεραίνουμε | συμπεραίναμε | θα συμπεραίνουμε | να συμπεραίνουμε | ||
β' πληθ. | συμπεραίνετε | συμπεραίνατε | θα συμπεραίνετε | να συμπεραίνετε | συμπεραίνετε | |
γ' πληθ. | συμπεραίνουν(ε) | συμπέραιναν συμπεραίναν(ε) |
θα συμπεραίνουν(ε) | να συμπεραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμπέρανα | θα συμπεράνω | να συμπεράνω | συμπεράνει | ||
β' ενικ. | συμπέρανες | θα συμπεράνεις | να συμπεράνεις | συμπέρανε | ||
γ' ενικ. | συμπέρανε | θα συμπεράνει | να συμπεράνει | |||
α' πληθ. | συμπεράναμε | θα συμπεράνουμε | να συμπεράνουμε | |||
β' πληθ. | συμπεράνατε | θα συμπεράνετε | να συμπεράνετε | συμπεράνετε | ||
γ' πληθ. | συμπέραναν συμπεράναν(ε) |
θα συμπεράνουν(ε) | να συμπεράνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμπεράνει | είχα συμπεράνει | θα έχω συμπεράνει | να έχω συμπεράνει | ||
β' ενικ. | έχεις συμπεράνει | είχες συμπεράνει | θα έχεις συμπεράνει | να έχεις συμπεράνει | ||
γ' ενικ. | έχει συμπεράνει | είχε συμπεράνει | θα έχει συμπεράνει | να έχει συμπεράνει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπεράνει | είχαμε συμπεράνει | θα έχουμε συμπεράνει | να έχουμε συμπεράνει | ||
β' πληθ. | έχετε συμπεράνει | είχατε συμπεράνει | θα έχετε συμπεράνει | να έχετε συμπεράνει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμπεράνει | είχαν συμπεράνει | θα έχουν συμπεράνει | να έχουν συμπεράνει |
|