Folge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Folge (de) θηλυκό
- σειρά
- συνέπεια, επακόλουθο
- μέλος μιας σειράς, πχ τηλεοπτικό επεισόδιο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη folgen