grenier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grenier greniers

grenier (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη grain