συνέπεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνέπεια οι συνέπειες
      γενική της συνέπειας των συνεπειών
    αιτιατική τη συνέπεια τις συνέπειες
     κλητική συνέπεια συνέπειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνέπεια < (ελληνιστική κοινήσυνέπεια < σύν + αρχαία ελληνική ἔπος < ϝέπος ‎< πρωτοελληνική *wékʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wékʷos < *wekʷ- ‎(μιλώ) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conséquence)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siˈne.pi.a/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνέπεια θηλυκό

  1. η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του συνεπούς
     αντώνυμα: ασυνέπεια
  2. το αποτέλεσμα
    η δικαστική εξουσία είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο της συνέπειας στη διαδικασία εφαρμογής των νόμων και την απονομή της δικαιοσύνης
     συνώνυμα: επακόλουθο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • (βάσεις δεδομένων) ACID

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]